- μήλη
- η (ΑΜ μήλη)εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων τού σώματοςμσν.αιχμηρό εργαλείο, μαχαίριαρχ.χειρουργικό μαχαιρίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μασ-λᾱ και συνδέεται με το ρ. μαίομαι* «αναζητώ, ψηλαφώ, εγγίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.